εἴς τι J.AJ17.12.1
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρόρμημα — incitement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόρμημα — τὸ, Α [παρορμώ] παρακίνηση, υποκίνηση … Dictionary of Greek